ενιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεωρία τού ενισμού … Dictionary of Greek
ενιστικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στον ενισμό (βλ. λ.): Ενιστική θεωρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)